κωμαστής

κωμαστής
κωμαστής, -οῡ, ὁ (Α) [κωμάζω]
1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῡ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.)
2. (στην Αίγυπτο) αυτός που μετέφερε τα είδωλα τών θεών σε πομπή
3. (για τον Διόνυσο) αρχηγός τής βακχικής πομπής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωμαστής — reveller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμασταῖς — κωμαστής reveller masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμασταί — κωμαστής reveller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστοῦ — κωμαστής reveller masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστῇ — κωμαστής reveller masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστήν — κωμαστής reveller masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστῶν — κωμαστής reveller masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστά — κωμαστά̱ , κωμαστής reveller masc nom/voc/acc dual κωμαστής reveller masc voc sg κωμαστής reveller masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστάς — κωμαστά̱ς , κωμαστής reveller masc acc pl κωμαστά̱ς , κωμαστής reveller masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκωμος — ἐπίκωμος, ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”