κωμαστής — reveller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμασταῖς — κωμαστής reveller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμασταί — κωμαστής reveller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστοῦ — κωμαστής reveller masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστῇ — κωμαστής reveller masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστήν — κωμαστής reveller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστῶν — κωμαστής reveller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστά — κωμαστά̱ , κωμαστής reveller masc nom/voc/acc dual κωμαστής reveller masc voc sg κωμαστής reveller masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστάς — κωμαστά̱ς , κωμαστής reveller masc acc pl κωμαστά̱ς , κωμαστής reveller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκωμος — ἐπίκωμος, ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»] … Dictionary of Greek